- εφθημερος
- ἑφθήμεροςἑφθ-ήμερος2семидневный
(ἀνοχαί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνοχαί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφθήμερος — η, ο (Α ἑφθήμερος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ημερος (< ἡμέρα)] … Dictionary of Greek
ἑφθημέρους — ἑφθήμερος lasting seven days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)